- μάλιστα
- (AM μάλιστα)(βεβαιωτικό μόριο)1. ναι, βέβαια, ως απάντηση που δηλώνει κατάφαση, συμφωνία, επιδοκιμασία (α. «διάβασες; -Μάλιστα» β. «δῆλον ὅτι τῶν χρηστῶν, ὡς ἕοικας εἶ. -Μάλιστα», Αριστοφ.)2. προπάντων, ιδιαίτερα, κατ' εξοχήν (α. «είναι πολύ καλός και μάλιστα πολύ επιμελής» β. «ἀεὶ μέν, μάλιστα δὲ νῡν εὔκαιρον εἰπεῑν» Ιωάνν. Χρυσ.)3. (ενάρθρως) τα μάλιστασε υπέρτατο βαθμόνεοελλ.φρ. «τώρα μάλιστα» — έκφραση αποδοκιμασίας, διαπίστωση ότι μια κατάσταση χειροτερεύειαρχ.1. (με αριθμητικό) περίπου, σχεδόν («ἀπέχουσα Θερμοπυλῶν σταδίους μάλιστα τετταράκοντα», Θουκ.)2. αντί τού συγκριτικοῡ μᾱλλον («μάλιστα ἢ ἐμοί», Απολλ. Ρόδ.)3. φρ. α) «τί μάλιστα;» — τί ακριβώς χρειάζεται; β) «ἐς τὰ μάλιστα» — ώς επί το πλείστονγ) «ἐν τοῑς μάλιστα» — μεταξύ τών πρώτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. μάλα].
Dictionary of Greek. 2013.